- λαμπρότατος
- λαμπρόςbrightmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπρότατος — ο ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας chalcididae … Dictionary of Greek
SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can … Hofmann J. Lexicon universale
επίλαμπρος — (I) ο ορθόπτερο έντομο τής οικογένειας τών βλαττιδών. (II) ἐπίλαμπρος, ον (Α) λαμπρότατος, ένδοξος … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
πάμπρεπτος — πάμπρεπτος, ον (Α) ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ πρεπτος] … Dictionary of Greek
παμφαής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αργείος που φιλοξένησε στο σπίτι του τους Διόσκουρους. 2. Ευγενής από την Πριήνη της Μικράς Ασίας, που επέστρεψε στον Κροίσο το δώρο που του έστειλε: ένα αμάξι φορτωμένο με ασήμι. * * * παμφαής, ές (ΑΜ) αυτός που… … Dictionary of Greek
παμφανής — παμφανής, ές (Α) 1. ενδοξότατος, λαμπρότατος 2. το αρσ. ως ουσ. ό παμφανής το φυτό αείζωο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φανης (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
παμφεγγής — παμφεγγής, ές (Α) παμφαής*, λαμπρότατος, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ φεγγής] … Dictionary of Greek
παναγλάιστος — παναγλάιστος, ον (Μ) λαμπρότατος, ενδοξότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγλαΐζω (< ἀγλαός «λαμπρός»)] … Dictionary of Greek
πανεμφαής — ές, Α αυτός που όλα τα φωτίζει, πολύ φωτεινός, λαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐν + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. παμ φαής] … Dictionary of Greek